Πρόστιμο 2.000 ευρώ από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων σε υποψήφιο ευρωβουλευτή για «ανεπιθύμητα» μηνύματα.

10 Οκτωβρίου 2024

Μία δικηγόρος έλαβε στις 20-02-2019 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με το οποίο ο Β προωθούσε την υποψηφιότητά του στις Ευρωεκλογές του Μαΐου 2019.

Η δικηγόρος τού απέστειλε απαντητικό ηλεκτρονικό μήνυμα με περιεχόμενο «Σας παρακαλώ όπως μου γνωστοποιήσετε άμεσα από πού βρήκατε την ηλεκτρονική μου διεύθυνση, διότι πρόκειται για παράβαση των προσωπικών μου δεδομένων δεδομένου ότι ουδέποτε έχω δηλώσει τα στοιχεία μου σε καμία κομματική παράταξη».

Ο υποψήφιος ευρωβουλευτής απάντησε ως εξής: «Σχετικά με την ερώτησή σας, το mail σας βρίσκεται αναρτημένο δημόσια σε ιστοσελίδες που διαχειρίζονται οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων. Αν δεν επιθυμείτε να λαμβάνετε ενημερώσεις σχετικά με την υποψηφιότητά μου, μπορείτε να ζητήσετε (μέσω απάντησης στο παρόν mail) τη διαγραφή της ηλεκτρονικής σας διεύθυνσης από τη λίστα παραληπτών μου, κατά τις διατάξεις του Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και ειδικότερα του άρθρου 18».

Η δικηγόρος επανήλθε με το ακόλουθο μήνυμα: «Η ηλεκτρονική μου διεύθυνση είναι αναρτημένη στις εν λόγω ιστοσελίδες βάσει της δικηγορικής μου ιδιότητας και μόνο και η χρήση του άπτεται καθαρά και μόνο σε ό,τι αφορά την ιδιότητα μου αυτή. Η μαζική χρήση των ηλεκτρονικών διευθύνσεων εμού και των συναδέλφων μου από μέρους σας για ψηφοθηρικούς λόγους δεν συνάδει σε καμία περίπτωση με τον σκοπό για τον οποίο έχουν αναρτηθεί και συνιστά παράνομη όχληση. Καλό θα ήταν οι νομικοί σας σύμβουλοι να είναι πιο προσεκτικοί σε αυτά και πόσω μάλλον δε όταν πρόκειται για συναδέλφους... κι ίσως να έριχναν και μία πιο προσεκτική ματιά στον GDPR και δη στο άρθρο 6 περί σύννομης χρήσης βάσει του σκοπού για τον οποίον έχουν συλλεχθεί...»

Στη συνέχεια, η δικηγόρος υπέβαλε καταγγελία στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα σχετικά με την αποστολή ανεπιθύμητων μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με σκοπό την επικοινωνία πολιτικού χαρακτήρα. Στο κείμενο της καταγγελίας προς την Αρχή η καταγγέλλουσα ανέφερε επιπλέον τα εξής: «Θεωρώ απαράδεκτο να χρησιμοποιούνται στοιχεία επικοινωνίας που είμαι υποχρεωμένη να αναρτήσω βάσει της δικηγορικής μου ιδιότητας και για τον σκοπό άσκησης αυτής να χρησιμοποιούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο για ψηφοθηρικούς, εμπορικούς ή προσωπικής προώθησης λόγους. Είναι πρόδηλο άλλωστε από τους συγκεκριμένους ιστότοπους στους οποίους βρίσκονται τα στοιχεία αυτά, ότι είναι αναρτημένα για επαγγελματικούς λόγους και μόνον και όχι για χρήση από οιονδήποτε για οποιονδήποτε λόγο, άλλως εγώ -όπως και κάθε άλλος συνάδελφος- θα έπρεπε να ασχολούμαστε με τη διαγραφή και τη διαλογή όλων αυτών των άσχετων ηλεκτρονικών μηνυμάτων, τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με τη δικηγορική μας ιδιότητα... Τέλος, θεωρώ παράνομη τη χρήση της ηλεκτρονικής μου διεύθυνσης στη λίστα παραληπτών του καταγγελλομένου (όπως αναφέρει ο ίδιος στο mail του) για την οποία ουδέποτε συναίνεσα ή έδειξα οποιοδήποτε ενδιαφέρον. Για ποιον λόγο θα πρέπει να απεγγραφώ από μία λίστα -όπως με προτρέπει ο ίδιος- στην οποία ουδέποτε ενεγράφην;».

Η Αρχή έκρινε ότι η πολιτική επικοινωνία ενδιαφέρει από την άποψη της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, όταν πραγματοποιείται σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο, προεκλογική ή μη, από πολιτικά κόμματα, βουλευτές, ευρωβουλευτές, παρατάξεις και κατόχους αιρετών θέσεων στην τοπική αυτοδιοίκηση ή υποψηφίους στις βουλευτικές εκλογές, τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τις εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης. Τα πρόσωπα αυτά καθίστανται υπεύθυνοι επεξεργασίας, σύμφωνα με τον GDPR εφόσον ορίζουν τον σκοπό και τον τρόπο της επεξεργασίας. Για παράδειγμα, όταν οι βουλευτές ή οι υποψήφιοι βουλευτές λαμβάνουν δεδομένα από τα πολιτικά κόμματα και τα επεξεργάζονται για προσωπική τους πολιτική επικοινωνία, καθίστανται και αυτοί υπεύθυνοι επεξεργασίας. Με την ιδιότητα αυτή πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύουν την τήρηση των υποχρεώσεών τους και των κανόνων επεξεργασίας.

Όταν η πολιτική επικοινωνία πραγματοποιείται με χρήση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, μέσω δημοσίων δικτύων επικοινωνίας, όπως είναι η περίπτωση μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (email), η επικοινωνία προϋποθέτει, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 ν. 3471/2006, όπως ισχύει, την προηγούμενη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου, όπως ισχύει. Επιτρέπεται η πολιτική επικοινωνία με χρήση ηλεκτρονικών μέσων χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων μόνο εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: Τα στοιχεία επικοινωνίας έχουν αποκτηθεί νομίμως στο πλαίσιο προηγούμενης, παρόμοιας επαφής με τα υποκείμενα των δεδομένων, και το υποκείμενο κατά τη συλλογή των δεδομένων ενημερώθηκε για τη χρήση τους με σκοπό την πολιτική επικοινωνία και δεν εξέφρασε αντίρρηση για αυτήν τη χρήση. Η προηγούμενη επαφή δεν είναι απαραίτητο να έχει αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα, π.χ. είναι νόμιμη η αποστολή μηνυμάτων όταν τα στοιχεία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου συλλέχθηκαν στο πλαίσιο προηγούμενης πρόσκλησης για συμμετοχή σε κάποια εκδήλωση ή δράση, ανεξαρτήτως του πολιτικού χαρακτήρα της. Αντιθέτως, δεν θεωρείται ότι συνιστά παρόμοια επαφή και δεν είναι νόμιμη η χρήση των ηλεκτρονικών στοιχείων επικοινωνίας προς τον σκοπό της πολιτικής επικοινωνίας όταν τα στοιχεία αυτά αποκτήθηκαν στο πλαίσιο επαγγελματικής σχέσης, όπως για παράδειγμα η χρήση του αρχείου πελατών από υποψήφιο βουλευτή.

O υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να παρέχει στο υποκείμενο των δεδομένων τη δυνατότητα να ασκεί το δικαίωμα αντίρρησης με τρόπο εύκολο και σαφή, και αυτό σε κάθε μήνυμα πολιτικής επικοινωνίας. Σε κάθε επικοινωνία απαιτείται να αναφέρεται ευδιάκριτα και σαφώς η ταυτότητα του αποστολέα ή του προσώπου προς όφελος του οποίου αποστέλλεται το μήνυμα, καθώς επίσης και μια έγκυρη διεύθυνση στην οποία ο αποδέκτης του μηνύματος μπορεί να ζητεί τον τερματισμό της επικοινωνίας. Η συγκατάθεση πρέπει να παρέχεται με σαφή θετική ενέργεια η οποία να συνιστά ελεύθερη, συγκεκριμένη, ρητή και εν πλήρει επιγνώσει ένδειξη της συμφωνίας του υποκειμένου των δεδομένων υπέρ της επεξεργασίας των δεδομένων που το αφορούν.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Αρχή έκρινε ότι, ο καταγγελλόμενος - υποψήφιος ευρωβουλευτής, ως υπεύθυνος επεξεργασίας, δεν είχε εξασφαλίσει την απαιτούμενη συγκατάθεση της καταγγέλλουσας, ούτε είχε προηγούμενη συναλλακτική σχέση μαζί της. Εξάλλου, ο καταγγελλόμενος δεν κατέδειξε ότι ακολουθεί διαδικασίες, αναφορικά με την αποστολή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για σκοπούς πολιτικής επικοινωνίας, οι οποίες να διασφαλίζουν ότι πληρούνται οι ως άνω προϋποθέσεις νομιμότητας. Για το λόγο αυτό, η Αρχή τού επέβαλε πρόστιμο ύψους 2.000 Ευρώ για την ως άνω διαπιστωθείσα παραβίαση.